πλυνεῖ

πλυνεῖ
πλύνω
Acut. (Sp.)
fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)
πλύνω
Acut. (Sp.)
fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
πλυνεύς
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλύνει — πλύ̱νει , πλύνω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg (epic) πλύ̱νει , πλύνω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd sg πλύ̱νει , πλύνω Acut. (Sp.) pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • омывати — ОМЫВА|ТИ (33), Ю, ѤТЬ гл. 1.Мыть. обмывать: молю вы и заклинаю. да… ни же ѡмываите ѹбогаго моѥго тѣла. ЖФП XII, 63в; ѡна же възьмши рыбы нача ѡмывати. ПрЛ 1282, 80б; А се ѥсть ѹ женъ. аже не възлюбѧть ихъ мѹжи. то ѡмывають тѣло своѥ водою. и тѹ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λύμαξ — Ονομασία ποταμού της Φιγαλίας κατά την αρχαιότητα, που εξέβαλλε στον Νέδα. Στο σημείο αυτό υπήρχαν θερμά νερά και το ιερό της θεάς Ευρυνόμης, που ήταν μισή γυναίκα και μισή ψάρι. Η παράδοση αναφέρει ότι η Ρέα με τις νύμφες είχαν πλύνει τον Δία… …   Dictionary of Greek

  • πρόχους — Αγγείο που το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για να πλένουν τα χέρια των φιλοξενουμένων. Αναφέρεται αρχικά από τον Όμηρο, σε θηλυκό γένος και το έφερνε η υπηρέτρια επάνω σε ασημένιο λέβητα για να πλύνει τα χέρια των φιλοξενουμένων. Οι π. ήταν πότε… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Ναυσικά — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του βασιλιά των Φαιάκων Αλκίνοου, και της Αρήτης. Σύμφωνα με την παράδοση, ο ναυαγός Οδυσσέας την πλησίασε, γυμνός όπως ήταν, καθώς εκείνη έπαιζε μπάλα με τις φίλες της κοντά στην ακτή, αφού πρώτα είχαν πλύνει τα… …   Dictionary of Greek

  • γδύνω — έγδυσα, γδύθηκα, γδυμένος 1. αφαιρώ τα ρούχα από κάποιον, ξεντύνω, γυμνώνω: Έγδυσε το μωρό για να το πλύνει. 2. κατακλέβω: Οι ληστές έγδυσαν το μαγαζί. 3. εξαντλώ οικονομικά κάποιον: Με έγδυσαν οι δικηγόροι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεμπρατσώνομαι — ξεμπρατσώθηκα, ξεμπρατσωμένος 1. γυμνώνω τα μπράτσα μου: Ξεμπρατσώθηκε να πλύνει. 2. μτφ., επιχειρώ αποφασιστικά ή πρόθυμα κάτι, αλλ. ανασκουμπώνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”